Συγκλονιστικές είναι οι λεπτομέρειες που βλέπουν το «φως» της δημοσιότητας αναφορικά με το νέο επεισόδιο ενδοοικογενειακής βίας που έλαβε τόπο αυτήν τη φορά στη Γλυφάδα και που κατέληξε στην αυτοκτονία του δράστη, ο οποίος ταμπουρώθηκε στο διαμέρισμα του, όταν έφτασε η Αστυνομία στο σημείο.Μία γειτόνισσα του δράστη και αυτόχειρα μίλησε στο «Χαμογέλα και Πάλι» και περιέγραψε τι συνέβη εκείνη την μέ…
Συγκλονιστικές είναι οι λεπτομέρειες που βλέπουν το «φως» της δημοσιότητας αναφορικά με το νέο επεισόδιο ενδοοικογενειακής βίας που έλαβε τόπο αυτήν τη φορά στη Γλυφάδα και που κατέληξε στην αυτοκτονία του δράστη, ο οποίος ταμπουρώθηκε στο διαμέρισμα του, όταν έφτασε η Αστυνομία στο σημείο.
Μία γειτόνισσα του δράστη και αυτόχειρα μίλησε στο «Χαμογέλα και Πάλι» και περιέγραψε τι συνέβη εκείνη την μέρα, λίγο πριν βάλει τέλος στην ζωή του ο 29χρονος για να μην συλληφθεί.
«Φώναζε πάρα πολύ άκουγα τις φωνές της κοπέλας που του έλεγε «άσε με». Άκουσα τις φωνές έξω από την πόρτα και άνοιξα, και πήρα την κοπέλα μέσα. Πάνω που της μίλαγε και της φώναζε: «έλα μέσα να λογαριαστούμε». Και του έλεγε η κοπέλα, «δεν έρχομαι μέσα», παρουσιάστηκαν τα παιδιά της αστυνομίας. Με το που είδε ότι ανεβαίνουν τα παιδιά της αστυνομίας την σκάλα, έκλεισε την πόρτα και κλειδώθηκε μέσα. Μέχρι εκείνη την ώρα στην πόρτα μας έκανε αγριάδες. Η κοπέλα έτρεμε ολόκληρη. Την πήρα μέσα εγώ, αλλά ήταν σε άθλια κατάσταση, φοβόταν πάρα πολύ. Πρέπει να την είχε ξαναχτυπήσει», είπε αρχικά η γειτόνισσα.
Σε ερώτηση αν το θύμα αποκάλυψε για ποιο λόγο την κυνηγούσε ο 29χρονος, η γυναίκα απάντησε:
«Όχι. Είχαν έρθει τα τελευταία πράγματα, να τον βοηθήσει. Ξαφνικά αγρίεψε. Δεν ήξερε η κοπέλα τον λόγο που αγρίεψε, και άρχισε να της φωνάζει και να την χτυπάει και πρόλαβε αυτή, άνοιξε την πόρτα και βγήκε εδώ έξω στον διάδρομο. Και ξέρεις με όσα ακούω στην τηλεόραση κάθε μέρα, με όλα αυτά που βλέπουμε λέω πάει σίγουρα θα την σκοτώσει. Σίγουρα δεν θα γλίτωνε», ανέφερε η γειτόνισσα.
Σχετικά με τον πυροβολισμό δήλωσε: «Δεν άκουσα τον πυροβολισμό αλλά γινόταν θόρυβος γιατί μετά ήρθαν και άλλοι αστυνομικοί και χτυπούσαν με τα σίδερα για να σπάσουν την πόρτα. Μπορεί να έπεσε εκείνη την ώρα που κοπανούσαν. Κανείς δεν τον άκουσε. Παλεύανε για δύο ώρες να ανοίξει και δεν άνοιξε. Το παιδί το ξέραμε καλά. Φαινομενικά ήταν ευγενικό παιδί, αλλά ακολούθησε άλλο δρόμο. Είχε «νταραβέρια» με την αστυνομία. Έρχονταν χαρτιά που τον καλούσαν στο δικαστήριο. Η μητέρα του και η γιαγιά του έχουν πεθάνει και είχε μείνει μόνος του».